- οδόμετρο
- το (ΑΜ ὁδόμετρον, Α και ὁδόμετρος, ὁ)όργανο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής απόστασης η οποία διανύεται στην ξηρά, αλλ. οδογράφοςνεοελλ.(ειδικά) όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση τού αριθμού τών στροφών ενός τροχού ή άξονα μετάδοσης τής κίνησης κατά τη διάρκεια δεδομένου χρονικού διαστήματοςμσν.-αρχ.όργανο που χρησιμοποιούνταν για τον υπολογισμό τών αποστάσεων οι οποίες διανύονταν στη θάλασσααρχ.ως κύριο όν. Ὁδόμετροςπροσωνυμία που δόθηκε στον Φάυλλο επειδή ήταν πολύ καλός δρομέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + μέτρον].
Dictionary of Greek. 2013.