οδόμετρο

οδόμετρο
το (ΑΜ ὁδόμετρον, Α και ὁδόμετρος, ὁ)
όργανο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής απόστασης η οποία διανύεται στην ξηρά, αλλ. οδογράφος
νεοελλ.
(ειδικά) όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση τού αριθμού τών στροφών ενός τροχού ή άξονα μετάδοσης τής κίνησης κατά τη διάρκεια δεδομένου χρονικού διαστήματος
μσν.-αρχ.
όργανο που χρησιμοποιούνταν για τον υπολογισμό τών αποστάσεων οι οποίες διανύονταν στη θάλασσα
αρχ.
ως κύριο όν. Ὁδόμετρος
προσωνυμία που δόθηκε στον Φάυλλο επειδή ήταν πολύ καλός δρομέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + μέτρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οδογράφος — ο το οδόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odographe < οδός + γράφος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • οδομετρικός — ή, ό [οδόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδομετρία ή αυτός που είναι σχετικός με τη χρήση τού οδομέτρου …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”